- επισχίζω
- ἐπισχίζω (Α)1. σχίζω, αυλακώνω στην επιφάνεια («τὸν φλοιὸν ἐπισχίσαντες», Στράβ.)2. σχίζω την άκρη επιδέσμου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπισχίζομεν — ἐπισχίζω cleave at top pres ind act 1st pl ἐπισχίζω cleave at top imperf ind act 1st pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπισχίζοντα — ἐπισχίζω cleave at top pres part act neut nom/voc/acc pl ἐπισχίζω cleave at top pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπισχιζομένη — ἐπισχίζω cleave at top pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπισχιζόμεναι — ἐπισχίζω cleave at top pres part mp fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπισχίζοντες — ἐπισχίζω cleave at top pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπισχίσαντες — ἐπισχίζω cleave at top aor part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπίσχισον — ἐπισχίζω cleave at top aor imperat act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχίζω — ΝΜΑ, και σκίζω Ν 1. διανοίγω, κόβω κάτι κατά μήκος, συνήθως με βίαιο τρόπο, χωρίζω σε δύο ή περισσότερα τμήματα (α. «σχίζω ξύλα για το τζάκι» β. «τῶν δὲ Μένωνος στρατιωτῶν ξύλα σχίζων τις», Ξεν.) 2. μτφ. διέρχομαι μέσα από κάτι με μεγάλη ταχύτητα … Dictionary of Greek